ship(13788 bytes) ΟΙ  ΚΟΥΡΣΑΡΟΙ   του γγελου Τανάγρα
Πίσω απο τον κάβο των Ψαρών, κρυμμένες οι δύο τράτες   περιμένουν.
Είκοσι έως τριάντα θαλασσινοί, με πρόσωπα ηλιοκαμμένα,  μέ χέρια σαν κόπανους συμβουλεύονται  κοιτάζοντας τον ορίζοντα.
Βράδυ βράδυ ένα μπρίκι έχει φανεί μακρυά Οστρια Γαρμπή,  μες στην καταχνιά και τώρα τα ανοιγμένα πανιά του ζωγραφίζονται καθαρά  στο σκοτεινό πέλαγος.
Αδικα  όμως!  το καράβι είναι μεγάλο, ούτε πνοή δεν φυσά!
Το σκοτάδι πέφτει πίσσα, να το κόψεις με το μαχαίρι,  γύρω και στο βάθος ζωγραφίζονται  ακόμη σκοτεινότερες η Χίος και οι Μικρασιατικές ακτές.
Οι τράτες ήσυχες περιμένουν με τα μάτια  πάντα προς το   μπρίκι. 
Επιτέλους ένας απο την πρώτη βάρκα,  αφού συμβουλεύτηκε προσεκτικά  τον ουρανό και εσήκωσε το βρεγμένο δάχτυλο στον αέρα να ιδεί   μήπως φυσάει,  σφυρίζει ελαφρυά.
Οι δύο τράτες τότε  κινούνται διά μιάς, κάνουν φτερά,  σχίζουν το κύμα σαν μαγεμένες.
Μόλις ελαφρύς φλοίσβος ακούεται. Νομίζεις ότι δεν κόφτουν κουπιά το κύμα, αλλά φτερούγια  αόρατα.
Το βρίκι ακίνητο, με ανοικτά πανιά, πεσμένο στο καραντί, παρακυλά και τα ψηλά του κατάρτια ζωγραφίζουν μεγάλα σχήματα στον σκοτεινό ουρανό.
Τα πανιά του χτυπούν στα κατάρτια σαν απλωμένα ασπρόρρουχα.
Στο κατάστρωμα είναι ησυχία επάνω. Ο πηδαλιούχος βλέπει τον ουρανό και
χασμουριέται, οι περισσότεροι αναπαύονται, κίνδυνο ούτε υποπτεύουν κάν.
Εκατό μέτρα μακρυά του, οι δύο τράτες χωρίζονται, η μία τραβά δεξιά, η άλλη αριστερά.
Το ρεσάλτο θα γίνη και απο τις δύο μεριές.
Οι δύο σειρές τα κουπιά μόλις σηκώνονται και πάλι βαφτίζονται μαλακά σαν βελούδο.
Και έξαφνα αφήνονται στο δρόμο της τράτας. Γάντζοι αγκιστρώνονται δεξιά και αριστερά στην κουπαστή και πενήντα δαίμονες με τα χαντζάρια στα δόντια και τα μακρυά πιστόλια στα χέρια σκαλώνουν και χύνονται στο κατάστρωμα.
Του ξανθού πηδαλιούχου φεύγει το πηδάλιο απο τα χέρια.  Ο σκοπός απο το ψηλό γεφύρι βάζει βραχνή  φωνή.  Μερικοί ναύτες κοιμισμένοι στα σανίδια αναπηδούν έντρομοι....
Σε  μία στιγμή όλοι είναι πιασμένοι, αφωπλισμένοι, δεμένοι.  Οι κουρσάροι πιάνουν όλες τις καθόδους. Η συγκοινωνία με τους κάτω είναι αδύνατη.
Εν τούτοις δεν κινούνται. Ψιθυρίζουν, κυττάζονται....
Πίσω απο τις κλεισμένες μπουκαπόρτες τα τηλεβόλα απλώνουν τους μαύρους λαιμούς των, σάν κακά ζώα, που θα ήθελαν να βλάψουν, οι ναύτες φορούν στολή και ο ξανθός νέος έχει γαλόνια αξιωματικού στα μανίκια.
Το μπρίκι είναι Αυστριακό!
Ο αρχηγός των πειρατών στεγνός και άγριος γεροκουρσάρος με αγκαθωτά μουσάκια και ανελεήμονο βλέμμα ξύνει τώρα αμήχανος το κεφάλι και βλασφημίες ανεβαίνουν στα χείλη του.  Ο δισταγμός του όμως δεν κρατεί πολύ.


Επί τέλους  σκύφτει  στο ταμπούκι  της πρύμης  και ζητεί τον κυβερνήτη.
- Ας κοπιάση επάνω η ευγενειά του... Τον παρακαλώ ν΄ανέβη... Δεν τον πειράζει κανείς!
Η ευγενεία του, μεσόκοπος Αυστριακός,  με ξανθές φαβορίτες, ανεβαίνει, μασσόντας νευρικά το χονδρό μουστάκι του, και ρίχνων ταχύ βλέμμα στους πειρατές.
- Καπετάνιο μου... έλαβε τον λόγον ο κουρσάρος σε κακή Ιταλική, μή το πάρης άσκημα. Δεν σας καταλάβαμε πώς είσαστε πολεμικό...
Ο κυβερνήτης ανέπνευσε και εσήκωσε το βλέμμα.
- Καλά! τώρα τί  θέλετε; ..... είπε.
- Εμείς δεν θα πειράξωμε κανένα, ούτε θα εγγίξωμε τίποτα.. Αλλά και σείς να μας αφήσετε να  φύγωμε, χωρίς να μας κάμετε κακό...
- Σύμφωνοι! έσπευσε  να ειπή εκείνος ελαφρωμένος. Πηγαίνετε στο καλό και κανείς δεν θα σας εγγίξη.... 
- Καλά πιστεύω το λόγο σου. Για περισσότερη ασφάλεια όμως θέλω και κάτι άλλο...
- Λέγε!..
- Ειμπορούσα να καρφώσω τα κανόνια σου, αλλά γιατί να στα χαλάσω; Και έπειτα δεν θέλουμε να σε πειράξουμε σε τίποτα.
-Λοιπόν;
- Λοιπόν, ότι σου ζητούμε είναι να θελήσης μία στιγμή εδώ τά πανιά να τα κατεβάσουν στο αμπάρι...έτσι για να λείψη ο πειρασμός.
- ΄Εστω! είπε εκείνος, σηκώνων τους ώμους. Κάμετε ότι θέλετε.


Ο γέρος έκαμε τότε νόημα στους συντρόφους του και εκείνοι αμέσως εσκάλωσαν στα εξάρτια και αφού κατέβασαν όλα ανεξαιρέτως τα πανιά, έδεσαν στερεά τα μεγαλύτερα παλάγκα και η μετακόμιση άρχισε.
Το κάθε τηλεβόλο  μαζί με τον κυλλίβαντα   εσφίγγετο σε μία θηλειά, εσηκώνετο μετέωρο και με ελαφρό τρίξιμο  του μακαρά επήγαινε στο βάθος του αμπαριού να ησυχάση ενώ αι αποθήκαι των πυρομαχικών και τα όπλα εκαρφώνοντο στερεά.
Εντός ολίγου όλα  ήσαν  στο βάθος και χωρίς να δεχθούν την πρόταση του κυβερνήτου που ήθελε να τους προσφέρη απο ένα ποτήρι κρασί, επήδησαν στις τράτες τους και επήγαιναν καπνός στο σκοτάδι...
- ΄Οχι, όχι, καπετάνιο μου! Ευχαριστώ σε   ..είχε ειπεί ο γέρο-κουρσάρος. Κάνομε και χωρίς κρασί... ΄Επειτα, βλέπεις, καλομαθαίνουμε και έπειτα θέλομε κάθε μέρα.
Η ευγενεία του, μόνος εντός ολίγου στο άοπλο βρίκι, εδάγκωνε απο λύσσα τα δάκτυλα.
Αλλ΄έως ότου φέρη τα τηλεβόλα επάνω, οι θρασείς πειραταί θα ήσαν μακρυά. ΄Επειτα, έτσι, για να λείψη ο πειρασμός είχαν πάρει μαζί τους και τα τιμόνια απο τις βάρκες και έως διορθωθούν τα πράγματα στο μπρίκι ούτε γάτα, ούτε ζημιά.
Οι τράτες είχαν  εξαφανισθή  στο σκοτάδι.
Τρέχα να τους ευρής τώρα,   στη Χίο  ή τα   Καράμπουρνα.
Αλλά ο Αυστριακός δεν απελπίσθηκε.
Αφού έψαξε άδικα όλους τους κάβους έπλευσε για δύο τρείς ημέρες στη Χίο, κατέβασε τους παπαφίγκους, έβαψε το βρίκι κάτασπρο και ήλθε πάλι να κάμη περαντζάδες  στην ίδια μεριά.
Ηταν και πάλι νύκτα πίσσα, να την κόψη κανείς με το μαχαίρι.
Αλλά τη φορά αυτή, πίσω απο τις κλεισμένες καπνοθυρίδες τα τηλεβόλα ήσαν έτοιμα με τα φυτίλια αναμμένα.
Πολύ όμως υπετίμα ο γενναιότατος την νοημοσύνη των πειρατών.
Ολοι είδαν πολύ καλά το βρίκι, αλλά πονηρό   χαμόγελο εφώτισε  τα μελαψά τους πρόσωπα.
Το μπρίκι εξηκολούθησε ημέρες τα περάσματά του χωρίς να φανή ψυχή γεννητή στον δρόμο του.
Αλλ΄εκείνος και πάλι δεν απελπίσθηκε.  Ηθελε πάση θυσία να έπιανε τους αυθάδεις επιδρομείς του και να τους εκρεμούσε σαν σταφύλια στις αντένες του.
Μετά μία εβδομάδα ξαναήρχετο πάλι. Την φορά όμως αυτή κατάμαυρος.
Οι Ψαριανοί εγέλασαν πάλι το πονηρό χαμόγελό τoυς και τον  άφησαν να βολτατζάρη.
Μετά ημέρες μόνο ένας ανύποπτος ψαράς του έφερνε στο λιμάνι της Χίου μίαν γραφή γραμμένη σε πρόστυχο χαρτί και βουλωμένη με αγιοκέρι:
" Καπετάνιο μου άδικα χάνεις τους κόπους σου, έλεγε η γραφή, και πήγαινε κι αλλού να πάρης τον αέρα σου!,,,΄Οχι, μαύρος, όχι άσπρος, μακάρι μελιτζανής να γένης, δεν μας ξαναβλέπεις πειά.....
                                                                      ΝαυτικήΕλλάς (Οκτώβριος 1928-Τεύχος 1)

left